ξελογιαστής

ξελογιαστής
ο , ξελογιαστής ιάστρα η см. ξεμυαλιστής

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ξελογιαστής" в других словарях:

  • ξελογιαστής — ο, θηλ. ξελογιάστρα [ξελογιάζω] αυτός που ξελογιάζει, ο εκμαυλιστής («ξελογιάστρα Αθήνα...») …   Dictionary of Greek

  • ξελογιαστής — ο θηλ. άστρα αυτός που ξελογιάζει, ξεγελά, απατά, παραπλανά, παρασύρει, ο πλάνος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξελογιάστρα — η βλ. ξελογιαστής …   Dictionary of Greek

  • ξεμυαλιστής — ο, θηλ. ίστρα [ξεμυαλίζω] αυτός που ξεμυαλίζει, ξελογιαστής …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»